- παρτιζάνικος
- -η, -ο [παρτιζάνος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παρτιζάνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρτιζάνος — ο (λ. γαλλ.), θηλ. παρτιζάνα άταχτος πολεμιστής, επαναστάτης, αντάρτης. Επίθ. παρτιζάνικος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)